- μειρακεύομαι
μειρακεύομαι, = μειρακιεύομαι, Sp., wie Alciphr. 2, 2, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακεύομαι, = μειρακιεύομαι, Sp., wie Alciphr. 2, 2, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακεύομαι — (Α) βλ. μειρακιεύομαι … Dictionary of Greek
μειρακεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευόμενον — μειρακεύομαι pres part mp masc acc sg μειρακεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευομένου — μειρακεύομαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευόμενος — μειρακεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακεύεσθαι — μειρακεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιεύομαι — και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον] 1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.) 2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική… … Dictionary of Greek