- μειρακιόομαι
μειρακιόομαι, zum μειράκιον werden, heranwachsen; Xen. Lac. 3, 2; Ael. V. H. 12, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακιόομαι, zum μειράκιον werden, heranwachsen; Xen. Lac. 3, 2; Ael. V. H. 12, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακιοῦσθαι — μειρακιόομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιούμενος — μειρακιόομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιωθέντος — μειρακιόομαι aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμειρακιεύμενος — διά μειρακιόομαι pres part mp masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)