- μικρό-σαρκος
μικρό-σαρκος, mit wenigem Fleische, Xenocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-σαρκος, mit wenigem Fleische, Xenocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσόσαρκος — ον, Μ αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, μικρό σαρκος] … Dictionary of Greek
σαρκίο — το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο νεοελλ. 1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» είναι δειλός β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» είναι κοιλιόδουλος, υλιστής,… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek
σαρκόφιλος — (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek