- μικρό-σχημος
μικρό-σχημος, von kleiner Gestalt, Sp., auch μικροσχήμων, ον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-σχημος, von kleiner Gestalt, Sp., auch μικροσχήμων, ον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόσχημος — η, ο (Μ μικρόσχημος, ον) (για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός νεοελλ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek