μικρό-στομος

μικρό-στομος

μικρό-στομος, kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] …   Dictionary of Greek

  • οξύστομος — ὀξύστομος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῑς κύνας», Αισχύλ.) 2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα 3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στομος (<… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόστομος — η, ο (Α λεπτόστομος, ον) αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] …   Dictionary of Greek

  • τρίστομος — η, ο / τρίστομος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. (το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μικρόστομος — η, ο (Α μικρόστομος, ον) αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων τής οικογένειας τών μικροστομιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμα (πρβλ. μεγαλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”