- μικρό-σταχυς
μικρό-σταχυς, υος, mit kleinen Aehren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-σταχυς, υος, mit kleinen Aehren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόσταχυς — μικρόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει ή παράγει μικρό στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, μεγαλό σταχυς)] … Dictionary of Greek
καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
σταχύδιο — το, Ν [στάχυς] 1. μικρό στάχυ 2. βοτ. καθένα από τα τμήματα που αποτελούν τις ταξιανθίες στα αγρωστώδη … Dictionary of Greek