- μιξό-χλωρος
μιξό-χλωρος, mit Graugelb gemischt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξό-χλωρος, mit Graugelb gemischt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίχλωρος — μελίχλωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, κίτρινος, χλομός 2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξό χλωρος, υπό χλωρος] … Dictionary of Greek