- ξενό-φωνος
ξενό-φωνος, fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενό-φωνος, fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρυγγόφωνος — ή, ο (Α λαρυγγόφωνος, ον) 1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει 2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» οι λαρυγγικοί φθόγγοι) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον… … Dictionary of Greek