- νεβρο-φόνος
νεβρο-φόνος, Hirschkälber tödtend, ἀετός, Arist. H. A. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεβρο-φόνος, Hirschkälber tödtend, ἀετός, Arist. H. A. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηττοφόνος — νηττοφόνος, ον, ὁ (Α) 1. νηττοκτόνος* 2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο φόνος, νεβρο φόνος] … Dictionary of Greek