- νεαρο-φόρος
νεαρο-φόρος, neu, frisch tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεαρο-φόρος, neu, frisch tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ρυτοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που κρατά στο χέρι του ρυτόν, το ποτήρι που έμοιαζε με κέρας ή το ποτήρι που είχε σχήμα ζώου ή και προσώπου 2. (το αρσ. ώς ουσ.) ο ρυτοφόρος ονομασία τοιχογραφίας που ανακαλύφθηκε στο ανάκτορο τής Κνωσσού και η οποία παριστάνει… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek