πύλαιος

πύλαιος

πύλαιος, 1) an der Thür, Pforte. – 2) die Amphiktyonenversammlung zu Pylä betreffend; dah. auch = Vorigem (vgl. πυλαιαστής); so sprichwörtlich ταυτὶ μὲν παντάπασιν ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, das sind Possen, wie sie Bänkelsänger, mit einem Gemälde herumziehend, in großen Versammlungen vorbringen, Plut. de εἰ apud Delph. 4, der de fac. in orbe lun. 8 vrbdt ϑαυματοποιοῠ τινος ἀποσκευὴν καὶ πυλαίαν; auch μύϑων ἀπιϑάνων παντοδαπὴν πυλαίαν, Artax. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυλαῖος — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλαιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαίος — α, ο / πυλαῑος, αία, ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη νεοελλ. 1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το… …   Dictionary of Greek

  • πυλαῖον — πυλαῖος at masc acc sg πυλαῖος at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλαίῳ — Πύλαιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλαιον — Πύλαιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαία — πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc/acc dual πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαίας — πυλαί̱ᾱς , πυλαῖος at fem acc pl πυλαί̱ᾱς , πυλαῖος at fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пеласги — Руины дворца в Лерне, известного как Дом с черепицей (XXII в. до н. э.). «Авторами» дворца могли быть пеласги или минийцы Пеласги, уст. пелазги (др. греч …   Википедия

  • Пелазги — Руины дворца в Лерне, известного как Дом с черепицей (XXII в. до н. э.). «Авторами» дворца могли быть пеласги или минийцы Пеласги, уст. пелазги (др. греч. Πελασγοί)  имя, которым древнегреческие авторы именовали народ (или всю совокупность… …   Википедия

  • πυλαία — Όνομα δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (82 τ. χλμ.). 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νοτιανατολικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”