πύλωμα

πύλωμα

πύλωμα, τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] …   Dictionary of Greek

  • πυλωμάτων — πύλωμα gateway neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμασιν — πύλωμα gateway neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώματα — πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμαθ' — πυλώματα , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl πυλώματι , πύλωμα gateway neut dat sg πυλώματε , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”