νεαρός

νεαρός

νεαρός, jung, jugendlich; παῖδες, Il. 2, 289; υἱός, Pind. P. 10, 25; auch ἀρετά, I. 7, 47; νεαρὰ ἐξευρόντα, Neues, N. 8, 20; μυελός, Aesch. Ag. 76; ὁ ν., der Knabe, 350. 1485; βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαις νεαρὸν τροφοῦ, νεαρὸν ἐν δόμοις, Eur. I. T. 835 u. sp. D.; auch Xen. Cyn. 9, 10; bes. in sp. Prosa, Luc. τῆς ἐπινοίας νεαρώτερον, Zeux. 1., u. adv. νεαρῶς, hist. conscr. 50; Plut. oft, νεαρὰν ποιεῖν τὴν ὄρεξιν, Symp. 6, 2, 2; καὶ πρόσφατος, vom Fleische, frisch, 6, 10, 1; auch übertr., ἐπὶ προσφάτοις καὶ νεαροῖς λόγοι ψευδεῖς συντεϑέντες, Conv. sept. sap. A.; νεαρὸς τὸ ἦϑος neben νέος τὴν ἡλικίαν, Arist. eth. 1, 3, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεαρός — youthful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • νεαρός — ή, ό 1. ονέος στην ηλικία: Νεαρό ζευγάρι. 2. το θηλ. στον πληθ. ως ουσ., Νεαρές συλλογή νόμων που εκδόθηκαν από τον Ιουστινιανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεαρά — νεαρός youthful neut nom/voc/acc pl νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc/acc dual νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρώτερον — νεαρός youthful adverbial comp νεαρός youthful masc acc comp sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρωτάτων — νεαρός youthful fem gen superl pl νεαρός youthful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρῶν — νεαρός youthful fem gen pl νεαρός youthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρόν — νεαρός youthful masc acc sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραῖς — νεαρός youthful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραῖσι — νεαρός youthful fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραί — νεαρός youthful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”