μιαρός

μιαρός

μιαρός (μιαίνω), gefärbt, verunreinigt, besudelt; περὶ δ' αἷμα νένιπται, οὐδέ ποϑι μιαρός, Il. 24, 419; übertr., mit Blutschuld befleckt, übh. verbrecherisch, ὦ μιαρὸν ἦϑος, Soph. Ant. 742, ἡ δ' αὖ μιαρὰ βρύκει, von der Krankheit gesagt, die abscheuliche, Tr. 983; ὁ ξένος ὁ μιαρός, Eur. Cycl. 673; so auch μιαρὰ κεφαλή, Ar. Ach. 273, öfter; auch μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον, Equ. 828; τὸ ϑειότατον ὑπὸ τῷ ἀϑεωτάτῳ καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται, Plat. Rep. IX, 589 e; ὡς Σωκράτης τίς ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφϑείρει τοὺς νέους, Apol. 23 b; leichter, ὦ μιαρέ, du Schelm, Phaedr. 236 e u. sonst; ἄνϑρωπος, Din. 1, 18; Xen. u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιαρός — stained masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

  • μιαρός — ή, ό 1. μολυσμένος, ακάθαρτος: Μιαρό σπίτι. 2. ανόσιος, ανίερος: Μιαρή γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιαρά — μιαρός stained neut nom/voc/acc pl μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc dual μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτερον — μιαρός stained adverbial comp μιαρός stained masc acc comp sg μιαρός stained neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρωτάτω — μιαρός stained masc/neut nom/voc/acc superl dual μιαρός stained masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρωτάτων — μιαρός stained fem gen superl pl μιαρός stained masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρῶν — μιαρός stained fem gen pl μιαρός stained masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρόν — μιαρός stained masc acc sg μιαρός stained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτατα — μιαρός stained adverbial superl μιαρός stained neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτατον — μιαρός stained masc acc superl sg μιαρός stained neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”