νεό-θρεπτος

νεό-θρεπτος

νεό-θρεπτος, 1) frisch, neu ernährt, gewachsen, ἔρνεα, Ap. Rh. 3, 1400. – 2) frisch geronnen, τυρός, frischgemachter Käse, Epigr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύθρεπτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφεται με πολλούς τρόπους 2. αυτός που τρέφεται πολύ 3. (κατ’ επέκτ.) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει πολύ 4. ο πολυθρέμμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. νεό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”