νεό-βλαστος

νεό-βλαστος

νεό-βλαστος, frisch oder neu keimend, sprossend, hervorbrechend, Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • καλλίβλαστος — καλλίβλαστος, ον (Μ) (για φυτό) αυτός που έχει ωραίους βλαστούς και ωραίο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, νεό βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόβλαστος — λεπτόβλαστος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει λεπτούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. νεό βλαστος, πυκνό βλαστος) …   Dictionary of Greek

  • πολύβλαστος — η, ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς και ζωηρούς βλαστούς 2. (για τόπο) πλούσιος σε βλάστηση, χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβλαστος — ον, Μ 1. αυτός που βλάστησε πρώτος 2. μτφ. πρωτότοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύβλαστος — ον, Α αυτός που βλαστάνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… …   Dictionary of Greek

  • ορεσχάς — ὀρεσχάς, άδος, ἡ (Α) η όσχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< *ὀρ οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή τού ο σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • παρασπάδα — η / παρασπάς, άδος, ΝΜ νεοελλ. βοτ. κλαδί που αναπτύσσεται αυτόματα από την ρίζα ενός δένδρου, παραφυάδα μσν. βλαστός, παραφυάδα που αποσπάται από το μητρικό φυτό για να φυτευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπάς, άδος (< θ. σπαδ τού σπάω / σπῶ*) …   Dictionary of Greek

  • σελαγινέλλα — (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500 600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”