- νεό-βορος
νεό-βορος, neuerdings, frisch verzehrt, gefressen, νεωστὶ βεβρωμένος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-βορος, neuerdings, frisch verzehrt, gefressen, νεωστὶ βεβρωμένος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύβορος — ἡδύβορος, ον (Α) γλυκός, ευχάριστος στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βορος (< βορά), πρβλ. νεό βορος, πάμ βορος] … Dictionary of Greek
σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] … Dictionary of Greek