- νεό-δορος
νεό-δορος, = νεόδαρτος, Sp., wie D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-δορος, = νεόδαρτος, Sp., wie D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιλόδορος — ον, Α αυτός που έχει λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + δορος (< δορά) πρβλ. νεό δορος] … Dictionary of Greek