- νεό-στεπτος
νεό-στεπτος, neu, frisch gekränzt, Opp. Hal. 1, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-στεπτος, neu, frisch gekränzt, Opp. Hal. 1, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόστεπτος — θεόστεπτος, ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, ον) αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, νεό στεπτος] … Dictionary of Greek