- νεό-στροφος
νεό-στροφος, neu, frisch gedreht, geflochten, νευρή, Il. 15, 469.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-στροφος, neu, frisch gedreht, geflochten, νευρή, Il. 15, 469.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… … Dictionary of Greek