νεφρο-ειδής

νεφρο-ειδής

νεφρο-ειδής, ές, = νεφρώδης, Arist. H. A. 2, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… …   Dictionary of Greek

  • νεφροειδής — ές (Α νεφροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα τού νεφρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”