- νεφριαῖος
νεφριαῖος, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφριαῖος, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφριαίος — α, ο (Α νεφριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον λίπος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μετωπ ιαίος] … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek