πύσμα

πύσμα

πύσμα, τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πύσμα — question neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσμα — ατος, τὸ, Α 1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση 2. ερωτηματικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ σμα < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι + επίθημα σμα (πρβλ. πεῖ σμα)] …   Dictionary of Greek

  • πυσμάτων — πύσμα question neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσμασι — πύσμα question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσμασιν — πύσμα question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματα — πύσμα question neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματι — πύσμα question neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματος — πύσμα question neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυσματικός — ή, όν, Α [πύσμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πύσμα*, ερωτηματικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πυσματικά ερωτηματικά μόρια. επίρρ... πυσματικῶς Α με πυσματικό τρόπο, ερωτηματικά …   Dictionary of Greek

  • πύσμαδε — Α επίρρ. (σχετικά με δικαστή) για την παροχή πληροφοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύσμα «ερώτηση» + επιρρμ. κατάλ. δε (βλ. λ. δε [Ι])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”