πύστις — πύστῑς , πύστις inquiry fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πύστις inquiry fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύστις — εως, ἡ, Α 1. ερώτηση, εξέταση, έρευνα («κοινὴ γὰρ ἔσται ἡ πύστις ὑπὲρ ἐμοῡ τε καὶ σοῡ», Πλάτ.) 2. καθετί που μαθαίνει κανείς ρωτώντας, πληροφορία, φήμη 3. φρ. «κατὰ πύστιν» σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τις … Dictionary of Greek
πύστει — πύστις inquiry fem nom/voc/acc dual (attic epic) πύστεϊ , πύστις inquiry fem dat sg (epic) πύστις inquiry fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύστεις — πύστις inquiry fem nom/voc pl (attic epic) πύστις inquiry fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύστη — πύστις inquiry fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύστης — πύστις inquiry fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύστιν — πύστις inquiry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bheudh-, nasal bhu-n-dh- — bheudh , nasal bhu n dh English meaning: to be awake, aware Deutsche Übersetzung: “wach sein, wecken, beobachten; geweckt, geistig rege, aufmerksam sein, erkennen, or andere in addition veranlassen (aufpassen machen, kundtun,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ένοσις — ἔνοσις, η (Α) κλονισμός, σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < *εν Fοθ τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα θ τ τής Αρχαίας εξελίσσεται σε στι (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
πυστιώμαι — άομαι, Α [πύστις] ζητώ να μάθω, ζητώ πληροφορίες («ἐν ᾧ πυστιῶνται καὶ πυνθάνονται τοῡ θεοῡ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek