- μετά-βλητος
μετά-βλητος, umzusetzen, veränderlich, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετά-βλητος, umzusetzen, veränderlich, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
gʷel-2, gʷelǝ-, gʷlē- — gʷel 2, gʷelǝ , gʷlē English meaning: to drip, flow; to throw Deutsche Übersetzung: a) “herabträufeln, ũberrinnen, quellen”; b) “werfen”, presumably to vereinigen under “fallen lassen”, intr. “herabfallen” Note: after Wackernagel … Proto-Indo-European etymological dictionary