- μετά-βουλος
μετά-βουλος, seinen Willen, Entschluß ändernd, Ar. Ach. 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετά-βουλος, seinen Willen, Entschluß ändernd, Ar. Ach. 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόβουλος — ο / πρόβουλος, ον, ΝΑ (στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη… … Dictionary of Greek
βαθύβουλος — βαθύβουλος, ον (Α) βαθυστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)] … Dictionary of Greek
υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… … Dictionary of Greek
υστεροβουλώ — έω, Α σκέπτομαι μετά από ένα γεγονός ή μια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλῶ, ὁμο βουλῶ] … Dictionary of Greek