- μετά-πτωσις
μετά-πτωσις, ἡ, das Um-, Andersfallen, die Veränderung; μηδεμιᾶς γε ἐν αὐτοῖς οὔσης ἔμπροσϑεν μεταπτώσεως, Plat. Legg. X, 895 b; bes. seines Platzes, dah. ἡ πρὸς Ῥωμαίους μετάπτωσις, der Abfall, das Uebergehen zu den Römern, Pol. 3, 99, 3; Sp., wie Plut. aer. al. vit. 7, neben μεταγραφὴ δανείων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.