μετά-πτωσις

μετά-πτωσις

μετά-πτωσις, , das Um-, Andersfallen, die Veränderung; μηδεμιᾶς γε ἐν αὐτοῖς οὔσης ἔμπροσϑεν μεταπτώσεως, Plat. Legg. X, 895 b; bes. seines Platzes, dah. ἡ πρὸς Ῥωμαίους μετάπτωσις, der Abfall, das Uebergehen zu den Römern, Pol. 3, 99, 3; Sp., wie Plut. aer. al. vit. 7, neben μεταγραφὴ δανείων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”