- μετ-ορμίζω
μετ-ορμίζω, ion. = μεϑορμίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-ορμίζω, ion. = μεϑορμίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek