- μετ-οπώρα
μετ-οπώρα, ἡ, Nachherbst, Spätherbst (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οπώρα, ἡ, Nachherbst, Spätherbst (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθόπωρον — μεθόπωρον, τό (ΑM) το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)] … Dictionary of Greek
μετόπωρον — μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον) η εποχή τού έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό τού καλοκαιριού, το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)] … Dictionary of Greek
οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek