- μετ-αίτιος
μετ-αίτιος, bei Tragg. auch 3 Endgn, mitschuldig, τινί τινος, mit einem Andern Urheber, Schuld an Etwas sein, τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου, Aesch. Ag. 785; τῆς δ' ἔστε βουλῆς, ὦ φίλαι, μεταίτιαι, Ch. 98; φόνου, 132; τῇ μεταιτίᾳ τοῦ μηδὲν αἰσχροῦ μηδ' ἐμοὶ κακοῦ τινός, Soph. Trach. 447; aber auch ἥ μοι μητρὶ μὲν ϑανεῖν μόνη μεταίτιος, 1224; τάφου μεταίτιον γενέσϑαι, Eur. Suppl. 26; τοὺς μάλιστα μεταιτίους τοῦ φόνου, Her. 2, 100; τοῦ πολέμου, 7, 156, öfter, wie bei Folgdn; gew. von etwas Schlimmem, κακουχίας, Plat. Legg. X, 615 b u. Folgde, wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.