- μετ-αίρω
μετ-αίρω (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάϑρων ϑεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αίρω (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάϑρων ϑεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
μεταίρω — (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω) σηκώνω κάτι και τό μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ 2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο … Dictionary of Greek