- μετα-μίσγω
μετα-μίσγω, = μεταμίγνυμι; Od. 18, 310; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-μίσγω, = μεταμίγνυμι; Od. 18, 310; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… … Dictionary of Greek