μετ-αν-ίστημι

μετ-αν-ίστημι

μετ-αν-ίστημι (s. ἵστημι), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηϑῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • μετεξανίστημι — (Α) 1. σηκώνω, διώχνω κάτι από έναν τόπο και τό μεταφέρω σε άλλον 2. (το μέσ.) μετεξανίσταμαι μετοικώ, μεταναστεύω, μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξ αν ίστημι «ανεγείρω, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”