- μετα-βολικός
μετα-βολικός, ή, όν, zur Veränderung, bes. zum Waarenumtausch gehörig, geschickt; τὸ μεταβ., die Bude des μεταβολεύς, Sp. – Bei den Gramm. sind μεταβολικά die vocales ancipites, S. Emp. adv. gramm. 101. – Μεταβολικὸν μέλος, Schol. Ach. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.