μετα-βαίνω

μετα-βαίνω

μετα-βαίνω (s. βαίνω), 1) übergehen von einem Punkte zu einem andern, im Gesange zu einem andern Gegenstande übergehen, ἀλλ' ἄγε δὴ μετάβηϑι, Od. 8, 492, εἴς τι, H. h. Ven. 294, vgl. 8, 9. 17, 11, hinübergehen; so erkl. man als Tmesis ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, die Sterne waren hinübergegangen, nämlich über die Hälfte des Himmels, sie hatten culminirt, Od. 12, 312. 14, 483; ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει, wohin, wie weit es geht, Aesch. Ch. 306; πτηνὸς ἄνω μεταβὰς βίοτον, Eur. Hipp. 1292, erkl. der Schol. μεταβιβάσας, μεταβαλών, wo Valcken. unnöthig πτηνόν ändern will, eigtl. hinübergegangen mit dem Leben; aber μεταβαινέμεν ἄγρην ist = dem Fange nachgehen, Opp. H. 4, 418. Häufiger in Prosa, μεταβαίνειν ἐς ταῦτα τὰ χωρία, Her. 1, 57; μεταβαίνοντα εἰς ἕτερον ἀεὶ τόπον, Plat. Legg. X, 893 d; übrtr., ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Rep. VIII, 550 d; ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, Parm. 65 a; ἐκ τούτου μὴ μεταβαῖνον, nicht da herausgehend, 146 a; ὡς τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας μεταβαίνει, daraus hervorgeht, Rep. VIII, 569 c; auch bei Sp., ἀπὸ τοῦ παιδὸς εἰς τὸν ἄνδρα, Luc. Amor. 24; μεταβέβηκα εἰς ἀλεκτρυόνα, Gall. 4; bes. in der Rede auf etwas Anderes übergehen; – μετάβα = μετάβηϑι wird aus Alexis angeführt B. A. 108. – 2) der aor. I. in trans. Bdtg, δαμένταποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι, hinüberfahren, Pind. Ol. 1, 42; ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεύς, Eur. El. 728 nach Musgr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …   Dictionary of Greek

  • μπάζω — 1. βάζω μέσα, εισάγω κάτι σε έναν χώρο («μπάζω τα παλιά πράγματα στην αποθήκη») 2. μτφ. δίνω θέση, παρέχω αρμοδιότητα («εκείνος οπού στην διεύθυνσιν τών εργασιών του μπάζει σύντροφο την γυναίκα του», Λασκαρ.) 3. (για υφάσματα, και ενδύματα)… …   Dictionary of Greek

  • μπαλώνω — (Μ μπαλώνω) 1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος η, ο αυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι») νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ντύνω — 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με ένδυμα ή κάλυμμα, ενδύω ή επενδύω, καλύπτω με επένδυση (α. «ντύσε καλά το παιδί για να μην κρυώσει» β. «τόν έντυσα πολύ βαριά, χωρίς να κάνει κρύο» γ. «συνηθίζω να ντύνω τα βιβλία μου για να μη λερώνονται») 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”