- μετα-βιβάζω
μετα-βιβάζω, hinüberführen, weg- u. anderswohin bringen, νῦν γὰρ δαίμων εἰς ἀγαϑὰ μεταβιβάζει, Ar. Pax 912; Plat. Phaedr. 262 b; τὰς ἐπιϑυμίας, verändern, Gorg. 517 b; Sp.; τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην, Pol. 1, 41, 4; τὴν διήγησιν εἰς τοὺς τόπους, 3, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.