- μετα-βασανίζω
μετα-βασανίζω, nachher, noch einmal untersuchen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-βασανίζω, nachher, noch einmal untersuchen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
λογισμομαχώ — λογισμομαχῶ, έω (Μ) 1. βασανίζω το μυαλό μου για κάτι 2. υποχωρώ, μετανιώνω, αλλάζω γνώμη παραδεχόμενος το λάθος μου 3. έρχομαι σε συμβιβασμό με κάποιον μετά από αγώνα ή φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογισμός + μαχώ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek