- μετα-γομφόω
μετα-γομφόω, umfügen, umwandeln, ὀδόντας εἰς ὅπλα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-γομφόω, umfügen, umwandeln, ὀδόντας εἰς ὅπλα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγομφοῦντες — μετά γομφόω fasten with bolts pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)