- μετα-γλωττίζω
μετα-γλωττίζω, verdolmetschen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-γλωττίζω, verdolmetschen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγλωττίσας — μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζω kiss lasciviously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek