μετα-γιγνώσκω

μετα-γιγνώσκω

μετα-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν, Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσϑ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος, ἐν ᾡ μεταγνῶναι προςήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… …   Dictionary of Greek

  • ευμετάγνωτος — εὐμετάγνωτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ο άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα γιγνώσκω «αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνώμων — όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, ίγνωμον Α αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμων (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”