- μετα-κρούω
μετα-κρούω (s. κρούω), zurückstoßen, Sp. (abs., sc. τὴν ναῦν), übertr., seine Meinung ändern, Plut. adv. Stoic. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κρούω (s. κρούω), zurückstoßen, Sp. (abs., sc. τὴν ναῦν), übertr., seine Meinung ändern, Plut. adv. Stoic. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek