πόδ-αργος

πόδ-αργος

πόδ-αργος, schnellfüßig (Andere erkl. weißfüßig, vgl. πόδας ἀργοί unter ἀργός); Lycophr. 166; Nicarch. 7 (V, 39). S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) —     ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ )     English meaning: glittering, white, fast     Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich”     Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] …   Dictionary of Greek

  • χείραργος — ὁ, Α αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το χέρι του, που έχει χέρι παράλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἀργός (πρβλ. γλώσσ αργος, πόδ αργος)] …   Dictionary of Greek

  • στόμαργος — και στύμαργος και στρύμαργος, ον, και στομάργης και στυμάργης, ὁ, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (μόνον στον τ. στρύμαργος) (κατά τον Γαλ. στο Λεξ. Ιπποκρ.) «ὁ μανικός, ἐπτοημένος περὶ τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ἀργός (Ι) «ταχύς, γρήγορος»… …   Dictionary of Greek

  • σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”