- πόδωμα
πόδωμα, τό, Fußboden, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόδωμα, τό, Fußboden, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόδωμα — floor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδωμα — (I) το, Ν [πούς, ποδός] ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου. (II) τὸ, Α 1. δάπεδο, βάση 2. σιταποθήκη 3. φρ. «τέλος ποδώματος» φόρος αποθηκεύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρόν)] … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek