πόμπιμος

πόμπιμος

πόμπιμος, auch 2 Endgn, entsendend, heimsendend; νόστου πόμπιμον τέλος, das Ziel der Heimkehr, Pind. N. 3, 24; διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν, Aesch. Spt. 371; auch ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, 837; πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων, Soph. Trach. 557; Eur., z. B. πνοαί, Hec. 1290; – pass., gesendet, geschickt, κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον, Soph. Trach. 869; vgl. Eur. Med. 848. – Auch in späterer Prosa, wie Plut., der es mit πορεύσιμον ὄχημα verbindet, de cap. ex host. utilit. p. 270.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόμπιμος — conducting masc nom sg πόμπιμος conducting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμπιμος — ον και πόμπιμος, ίμα, ον, Α [πομπή / πομπός] 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει, που οδηγεί κάποιον 2. αυτός που αποστέλλει κάποιον 3. αυτός που έχει συνοδευθεί, που έχει οδηγηθεί κάπου 4. αυτός που έχει αποσταλεί κάπου 5. αυτός με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πόμπιμον — πόμπιμος conducting masc acc sg πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc sg πόμπιμος conducting masc/fem acc sg πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπίμων — πόμπιμος conducting fem gen pl πόμπιμος conducting masc/neut gen pl πόμπιμος conducting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπίμοις — πόμπιμος conducting masc/neut dat pl πόμπιμος conducting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπίμους — πόμπιμος conducting masc acc pl πόμπιμος conducting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμπιμα — πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc pl πόμπιμος conducting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμπιμοι — πόμπιμος conducting masc nom/voc pl πόμπιμος conducting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπίμα — πομπίμᾱ , πόμπιμος conducting fem nom/voc/acc dual πομπίμᾱ , πόμπιμος conducting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπίμαν — πομπίμᾱν , πόμπιμος conducting fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”