- μιτρηδόν
μιτρηδόν, nach Art einer Binde, eines Schleiers, κρυπτόμενον μ. ὅλον δέμας, Nonn. D. 48, 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτρηδόν, nach Art einer Binde, eines Schleiers, κρυπτόμενον μ. ὅλον δέμας, Nonn. D. 48, 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek