- μετρηδόν
μετρηδόν, nach Maaß; Nic. Al. 45. 203; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετρηδόν, nach Maaß; Nic. Al. 45. 203; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετρηδόν — (Α) επίρρ. 1. με μέτρο, κατά μέτρο, εμμέτρως 2. βαθμηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετρήδην — (Α) επίρρ. μετρηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. ήδην] … Dictionary of Greek