μεσῖτις

μεσῖτις

μεσῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τράπεζα φιλίας Luc. Amor. 27, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσίτις — μεσῑτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. μεσίτης …   Dictionary of Greek

  • μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”