μεσῑτεία

μεσῑτεία

μεσῑτεία, , die Vermittelung, Bahr. 93, 8; das in der Mitte Sein, Nicom. arithm. 1, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεία — η 1. μεσολάβηση ανάμεσα σε δύο μέρη για το κλείσιμο μιας συμφωνίας, συμβιβασμού ή συμφιλίωσης: Δεν πρόκειται να συμφωνήσουν χωρίς μεσιτεία. 2. η αμοιβή που παίρνει ο μεσίτης, τα μεσιτικά: Πλήρωσαν πολλά για μεσιτεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσιτεία — μεσῑτείᾱ , μεσιτεία mediation fem nom/voc/acc dual μεσῑτείᾱ , μεσιτεία mediation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσιτείᾳ — μεσῑτείᾱͅ , μεσιτεία mediation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσιτείας — μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem acc pl μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ходатайство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (μεσιτεία) посредничество, заступничество …   Словарь церковнославянского языка

  • έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη …   Dictionary of Greek

  • αμεσίτευτος — η, ο (Μ ἀμεσίτευτος, ον) [μεσιτεύω] (για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • εντυχία — ἐντυχία, η (AM) αρχ. μσν. 1. συνάντηση, συνέντευξη 2. έκκληση, αίτηση, παράκληση 3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση 4. δέηση 5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο 6. λίβελλος 7. μεσολάβηση, μεσιτεία αρχ. 1. ομιλία, συνομιλία 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαντατοφορία — η (Μ μαντατοφορία και μαντατοφοριά) [μαντατοφόρος] 1. το έργο τού μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος 2. είδηση, μήνυμα, παραγγελία μσν. 1. (για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, προξενιό 2. φρ. «ποιῶ (τὴν) μαντατοφορίαν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”