- μεσ-ήπειρος
μεσ-ήπειρος, mittelländisch, D. Per. 1068.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-ήπειρος, mittelländisch, D. Per. 1068.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκήπειρος — λευκήπειρος, ον (Μ) αυτός που έχει άσπρο χώμα, λευκόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἤπειρος (πρβλ. μεσ ήπειρος)] … Dictionary of Greek
μεσήπειρος — μεσήπειρος, ον (Α) ο μεσόγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἤπειρος (πρβλ. λευκ ήπειρος)] … Dictionary of Greek
μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… … Dictionary of Greek