- μεσαῖον
μεσαῖον, τό, Mittelstück, Antiphan. Ath. III, 95 a, vgl. μεσαίτατος unter μέσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσαῖον, τό, Mittelstück, Antiphan. Ath. III, 95 a, vgl. μεσαίτατος unter μέσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσαίος — α, ο (ΑM μεσαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος νεοελλ. φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση τής κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη μσν. αυτός… … Dictionary of Greek